προτείχισμα — advanced fortification neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτείχισμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του προτειχίζω. 2. τείχος που χτίζεται μπροστά από άλλο χτίσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτειχισμάτων — προτείχισμα advanced fortification neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτειχίσμασι — προτείχισμα advanced fortification neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτειχίσμασιν — προτείχισμα advanced fortification neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτειχίσματα — προτείχισμα advanced fortification neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτειχίσματι — προτείχισμα advanced fortification neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτειχίσματος — προτείχισμα advanced fortification neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… … Dictionary of Greek
ограждение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. χαράκωμα) ограда; (προτείχισμα) – передняя стена,… … Словарь церковнославянского языка